- συμπαραλαμβάνω
- Α [παραλαμβάνω]1. παίρνω κάποιον μαζί μου, κυρίως ως μέτοχο ή συνεργό2. λαμβάνω υπ' όψιν κάτι ακόμη, συνυπολογίζω3. περιλαμβάνω ή αποδέχομαι κάποιον ακόμη σε ένα όλο («ἅτερος συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», Αριστοτ.)4. παθ. συμπαραλαμβάνομαια) προσκαλούμαι κάπουβ) (ειδικά) προσκαλούμαι κάπου προκειμένου να πω τη γνώμη μου σχετικά με ένα σοβαρό ζήτημαγ) καλούμαι για βοήθειαδ) εμπλέκομαι τυχαία σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.